θαλασσοκρατώ

θαλασσοκρατώ
(Α θαλασσοκρατῶ, -έω)
είμαι κυρίαρχος τών θαλασσών, ηγεμονεύω στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο-* + -κρατώ (< κράτος)
πρβλ. ιππο-κρατώ, ναυ-κρατώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θαλασσοκρατώ — θαλασσοκράτησα, είμαι κυρίαρχος των θαλασσών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”